δρυίνους

δρυίνους
δρυΐνους , δρύινος
oaken: masc acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρυίνους — δρυΐνους , δρύινος oaken masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεραυνώ — όω, Α [κεραυνῶ] 1. χτυπώ τα πάντα με κεραυνό ή χτυπώ δυνατά σαν με κεραυνό («δρυΐνους συγκεραυνοῡσαι κλάδους», Ευρ.) 2. παθ. συγκεραυνοῡμαι, όομαι μτφ. αφήνω κάποιον εμβρόντητο ή αναίσθητο («οἴνω φρένας συγκεραυνωθείς», Αρχίλ.) …   Dictionary of Greek

  • Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”